ἑτερογενῆ

ἑτερογενῆ
ἑτερογενής
of different kinds
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἑτερογενής
of different kinds
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἑτερογενής
of different kinds
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετερογενής — ές (ΑΜ ἑτερογενής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα») 2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής 3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο») 4.… …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • гетероге́нный — ая, ое. книжн. Состоящий из различных по составу или происхождению частей; разнородный; противоп. гомогенный. Гетерогенный раствор. [От греч. ‛ετερογενης инородный] …   Малый академический словарь

  • ένστρωση — Εκτεταμένο στρώμα πετρώματος μικρού πάχους, που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων στρωμάτων. Για παράδειγμα, έ. θεωρείται ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 μ., που παρεμβάλλεται μεταξύ σχιστόλιθων πάχους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Αν η έ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • ζευγαρώνω — [ζευγάριο(ν)] 1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος 2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω 3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή τού είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια») 3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος 4. ζευγαρίζω*, οργώνω …   Dictionary of Greek

  • ηλιόζωα — (heliozoa). Ριζόποδα ή σαρκόζωα πρωτόζωα με ακτινωτή συμμετρία, σφαιρική ή ωοειδή, που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά. Το κυτταρόπλασμά τους διακρίνεται σε ενδόπλασμα και εξώπλασμα. Τo πρώτο έχει έναν ή περισσότερους πυρήνες και το δεύτερο πολλά… …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • ολοκληρωτισμός — Όρος που δημιουργήθηκε τον 20ό αι. για να χαρακτηρίσει πολιτικά κινήματα και καθεστώτα που αποκλείουν απόλυτα, στην πάλη για την άσκηση της εξουσίας, και αυτή την ύπαρξη μιας νόμιμης αντιπολίτευσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά (ιδιαίτερα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”